Βιζυηνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.zi.iˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βι‐ζυ‐η‐νός

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Βιζυηνός < ελληνιστική κοινή Βιζυηνός. Μορφολογικά αναλύεται σε Βιζύ(η) + -ηνός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βιζυηνός αρσενικό (θηλυκό Βιζυηνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Βιζυηνός < πατριδωνυμικό Βιζυηνός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βιζυηνός αρσενικό (θηλυκό Βιζυηνού)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βιζυηνός Βιζυηνή τὸ Βιζυηνόν
      γενική τοῦ Βιζυηνοῦ τῆς Βιζυηνῆς τοῦ Βιζυηνοῦ
      δοτική τῷ Βιζυην τῇ Βιζυην τῷ Βιζυην
    αιτιατική τὸν Βιζυηνόν τὴν Βιζυηνήν τὸ Βιζυηνόν
     κλητική ! Βιζυηνέ Βιζυηνή Βιζυηνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βιζυηνοί αἱ Βιζυηναί τὰ Βιζυηνᾰ́
      γενική τῶν Βιζυηνῶν τῶν Βιζυηνῶν τῶν Βιζυηνῶν
      δοτική τοῖς Βιζυηνοῖς ταῖς Βιζυηναῖς τοῖς Βιζυηνοῖς
    αιτιατική τοὺς Βιζυηνούς τὰς Βιζυηνᾱ́ς τὰ Βιζυηνᾰ́
     κλητική ! Βιζυηνοί Βιζυηναί Βιζυηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Βιζυηνώ τὼ Βιζυηνᾱ́ τὼ Βιζυηνώ
      γεν-δοτ τοῖν Βιζυηνοῖν τοῖν Βιζυηναῖν τοῖν Βιζυηνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βιζυηνός < Βιζύ(η) + -ηνός

Επίθετο

[επεξεργασία]

Βιζυηνός, -ή, -όν