Βόσσαρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βόσσαρις < Μπότσαρης, με «διόρθωση» [b] > [v] & [ts] > [ss], και αντικατάσταση της κατάληξης -ης με την αρχαιοπρεπή -ις
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βόσσαρις αρσενικό, γεν. τοῦ Βοσσάρεως
- (καθαρεύουσα) εξαρχαϊσμένη μορφή του επωνύμου Μπότσαρης
Πηγές[επεξεργασία]
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 99.