Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δαμώ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δαμώ
      γενική της Δαμώς
& Δαμούς
    αιτιατική τη Δαμώ
     κλητική Δαμώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δαμώ < αρχαία ελληνική Δαμώ < δᾶμος. Δείτε και τη μορφή Δημώ < δῆμος.

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δαμώ θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δαμώ
      γενική τῆς Δαμοῦς
      δοτική τῇ Δαμοῖ
    αιτιατική τὴν Δαμώ
     κλητική ! Δαμοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δαμώ < δωρικός τύπος δᾶμ(ος) + . Από το δῆμος > η μορφή Δημώ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δαμώ, -οῦς θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]