ΕΦΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΕΦΚ < Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ε.Φ.Κ. αρσενικό, συντομογραφία

  • (οικονομία) φόρος ο οποίος επιβάλλεται κατά την αγορά συγκεκριμένων αγαθών, όπως π.χ. τα καύσιμα
    ※  «Εκτός κάδρου» θέτει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα, τη μείωση του ΦΠΑ ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα ώστε να περιοριστούν οι υπέρμετρες αυξήσεις ιδίως της τιμής της βενζίνης, η τιμή της οποίας έχει ανέλθει σε απαγορευτικά επίπεδα για τη συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών, καθώς καταρρίπτει το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ ακρίβειας.
    Βάσω Βεγίρη, Σταμάτης Ζήσιμος, Κλείνει το παράθυρο για άμεση μείωση ΦΠΑ και ΕΦΚ καυσίμων, Ναυτεμπορική, 8 Φεβρουαρίου 2022