mleko: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +eu:mleko
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: id:mleko, ta:mleko
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[hr:mleko]]
[[hr:mleko]]
[[hu:mleko]]
[[hu:mleko]]
[[id:mleko]]
[[io:mleko]]
[[io:mleko]]
[[it:mleko]]
[[it:mleko]]
Γραμμή 44: Γραμμή 45:
[[sl:mleko]]
[[sl:mleko]]
[[sv:mleko]]
[[sv:mleko]]
[[ta:mleko]]
[[tr:mleko]]
[[tr:mleko]]
[[zh:mleko]]
[[zh:mleko]]

Αναθεώρηση της 07:41, 30 Απριλίου 2011

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mleko (pl) ουδέτερο

  1. το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
    gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
    na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
  2. (μεταφορικά), (λόγιο) η ομίχλη

Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

mleko (sr)


Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

mleko (sl)