ομίχλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομίχλη | οι | ομίχλες |
γενική | της | ομίχλης | των | ομιχλών |
αιτιατική | την | ομίχλη | τις | ομίχλες |
κλητική | ομίχλη | ομίχλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομίχλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμίχλη[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈmi.xli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μί‐χλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομίχλη θηλυκό
- (μετεωρολογία) μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο μεγάλη μάζα υδρατμών που έχει κατέβει πολύ κοντά στο έδαφος περιορίζει αισθητά την ορατότητα
- ※ Αργήσαμε να προσγειωθούμε λόγω της ομίχλης. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ομίχλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομίχλη
[επεξεργασία]
- ↑ ομίχλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)