ομίχλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομίχλη | οι | ομίχλες |
γενική | της | ομίχλης | των | ομιχλών |
αιτιατική | την | ομίχλη | τις | ομίχλες |
κλητική | ομίχλη | ομίχλες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομίχλη < (λόγιο) αρχαία ελληνική ὀμίχλη[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔˈmi.xli/
- συλλαβισμός : ο‐μί‐χλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομίχλη θηλυκό
- (μετεωρολογία) μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο μεγάλη μάζα υδρατμών που έχει κατέβει πολύ κοντά στο έδαφος περιορίζει αισθητά την ορατότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ομίχλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομίχλη
[επεξεργασία]
- ↑ «ομίχλη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.