πλάι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 20:56, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)
Ουσιαστικό
πλάι ουδέτερο
- η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
- στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον
Επίρρημα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
- (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
- Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
- Κάτσε πλάι μου
- δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης )
- "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
- Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
- συγκριτικά με
- "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"
Μεταφράσεις
πλάι