αποζημίωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:αποζημίωση]] |
|||
[[fr:αποζημίωση]] |
[[fr:αποζημίωση]] |
||
[[mg:αποζημίωση]] |
[[mg:αποζημίωση]] |
Αναθεώρηση της 17:57, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποζημίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αποζημίωση θηλυκό
- χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή το κράτος
- χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την εκτέλεση ενός ορισμένου έργου, αμοιβή
- (γενικότερα) η υλική ή κυρίως η ηθική ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του
Μεταφράσεις
χρήματα για κάποιον που υπέστη ζημία