γυναικόπαιδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη sh
Γραμμή 59: Γραμμή 59:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[sh:γυναικόπαιδα]]

Αναθεώρηση της 17:22, 7 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυναικόπαιδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. σύνολο από γυναίκες και παιδιά
  2. (σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε πόλεμο) ο άμαχος πληθυσμός


Μεταφράσεις