είθισται: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} --> |
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} --> |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|é habitual}} |
|||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} --> |
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 03:08, 3 Δεκεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- είθισται < γ΄ εν. πρκμ. του ρ. εθίζω
Ρήμα
είθισται
- συνηθίζεται, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω συνήθειας ή σύμβασης, κοινωνικής ή άλλης, ή εθίμου
- είθισται το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά
- είθισται στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό
Μεταφράσεις
είθισται