mleko: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: sr:mleko
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
[[az:mleko]]
[[az:mleko]]
[[chr:mleko]]
[[chr:mleko]]
[[cs:mleko]]
[[cy:mleko]]
[[cy:mleko]]
[[da:mleko]]
[[da:mleko]]

Αναθεώρηση της 19:10, 29 Ιανουαρίου 2016

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mleko (pl) ουδέτερο

  1. το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
    gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
    na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
  2. (μεταφορικά), (λόγιο) η ομίχλη

Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

mleko (sr)


Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

mleko (sl)