compassion: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ar
μ Ρομπότ: Προσθήκη: pt:compassion
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
[[nl:compassion]]
[[nl:compassion]]
[[pl:compassion]]
[[pl:compassion]]
[[pt:compassion]]
[[ro:compassion]]
[[ro:compassion]]
[[ru:compassion]]
[[ru:compassion]]

Αναθεώρηση της 19:31, 24 Σεπτεμβρίου 2016

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

compassion (en)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
compassion compassions

compassion (fr) θηλυκό

  1. συμπόνια

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη compatir