mleko: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη sh |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ku:mleko |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 45: | ||
[[kn:mleko]] |
[[kn:mleko]] |
||
[[ko:mleko]] |
[[ko:mleko]] |
||
[[ku:mleko]] |
|||
[[lo:mleko]] |
[[lo:mleko]] |
||
[[lt:mleko]] |
[[lt:mleko]] |
Αναθεώρηση της 12:55, 9 Οκτωβρίου 2016
Πολωνικά (pl)
Ουσιαστικό
mleko (pl) ουδέτερο
- το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
- gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
- na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
- (μεταφορικά), (λόγιο) η ομίχλη
Σερβικά (sr)
Ουσιαστικό
mleko (sr)
- λατινική γραφή του млеко
Σλοβενικά (sl)
Ουσιαστικό
mleko (sl)