άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
# αρχ. επιθ. άβυσσος, -ον |
|||
* {{προσχέδιο-ετυμ}} |
* {{προσχέδιο-ετυμ}} |
||
{{-ουσ-}} |
{{-ουσ-}} |
Αναθεώρηση της 07:14, 30 Σεπτεμβρίου 2007
- αρχ. επιθ. άβυσσος, -ον
Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό
- μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
- βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
- απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς