around: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{επίθετο|en}}=== |
==={{επίθετο|en}}=== |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
# {{ανεπ}} [[γύρω]], βρίσκονται [[τριγύρω]] |
# {{ανεπ}} οι [[γύρω]], βρίσκονται [[τριγύρω]] |
||
#: {{eg}} ''Let’s not disturb those who are '''around''''' |
#: {{eg}} ''Let’s not disturb those who are '''around''''' |
||
#:: Aς μην ενοχλούμε τους '''γύρω''' |
#:: Aς μην ενοχλούμε τους '''γύρω''' |
Αναθεώρηση της 17:27, 6 Σεπτεμβρίου 2022
Αγγλικά (en)
Επίθετο
around (en)
- Πρότυπο:ανεπ οι γύρω, βρίσκονται τριγύρω
- ↪ Let’s not disturb those who are around
- Aς μην ενοχλούμε τους γύρω
- ↪ Let’s not disturb those who are around
Επίρρημα
around (en)
- γύρω, τριγύρω
- ↪ They all sat around to hear the fairytale
- Kάθισαν όλα γύρω γύρω για να ακούσουν το παραμύθι
- ↪ I will be around there if you need me
- Εκεί γύρω θα βρίσκομαι, αν με χρειαστείτε
- ↪ They all sat around to hear the fairytale
- περίπου, γύρω σε
- ↪ The price will be around two-hundred thousand dollars
- Η τιμή θα είναι περίπου / γύρω στις διακόσιες χιλιάδες δολάρια
- ↪ The price will be around two-hundred thousand dollars
Πρόθεση
around (en)
- γύρω, γύρω από, γύρω στο
- σε ορισμένο χώρο
- ↪ I will be helping around the house
- Θα βοηθώ γύρω από το σπίτι
- ↪ I will be helping around the house
- κοντά
- ↪ She has people around her that love her
- Έχει γύρω της ανθρώπους που την αγαπούν
- ↪ The road passes around the village
- Ο δρόμος περνάει γύρω από το χωριό
- ↪ She has people around her that love her
- σε κύκλο
- ↪ They run around the stadium
- Tρέχουν γύρω από το στάδιο
- ↪ They run around the stadium
- για δήλωση αναφοράς
- ↪ The discussion revolved around the topic
- H συζήτηση στρεφόταν γύρω από το θέμα
- ↪ The discussion revolved around the topic
- σε ορισμένο χώρο