Εκλεκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εκλεκτός < εκλεκτός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εκλεκτός αρσενικό (θηλυκό Εκλεκτού)
Δείτε επίσης : εκλεκτός |
Εκλεκτός αρσενικό (θηλυκό Εκλεκτού)