Ευλόγιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευλόγιος < ευλογία / ευ- + λόγος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευλόγιος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]