Ζαπάρτας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ζαπάρτας < (άμεσο δάνειο) τουρκική zaparta (διπλός πυροβολισμός) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ζαπάρτας αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ζαπάρτας σελ.121 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.