Θεόφραστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεόφραστος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεόφραστος < θεό- + λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεόφραστος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]