Θολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θολόγος < θεολόγος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θολόγος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Θολόγος
|
Θολόγος αρσενικό
|