Καβούκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καβούκης < τουρκική kabuki (καβούκι, φλούδι) + -ης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καβούκης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Καβούκης σελ.122 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.