καβούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καβούκι | καβούκια |
γενική | καβουκιού | καβουκιών |
αιτιατική | καβούκι | καβούκια |
κλητική | καβούκι | καβούκια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
καβούκι ουδέτερο
- το σκληρό οστεοειδές περίβλημα διάφορων ασπόνδυλων ζώων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγαίνω απ' το καβούκι μου
- κλείνομαι στο καβούκι μου: απομονώνομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου και παύω να επικοινωνώ
- μπαίνω στο καβούκι μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβούκι
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
καβούκι ουδέτερο
- κάλυμμα της κεφαλής που φοριέται κυρίως από μουσουλμάνους και αποτελείται από μακρύ ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το κεφάλι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβούκι
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.