βγαίνω απ' το καβούκι μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βγαίνω απ' το καβούκι μου
- αρχίζω να δραστηριοποιούμαι στο κοινωνικό περιβάλλον μετά από περίοδο απομόνωσης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βγαίνω απ' το καβούκι μου