βγαίνω απ' το καβούκι μου
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- κοινωνικοποιούμαι, γίνομαι κοινωνικός
- παύω να ντρέπομαι ή να φοβάμαι
- κάνω φίλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : come out of shell (en), come out of one's shell, come out of your shell