come out of one's shell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- βγαίνω απ' το καβούκι μου, κοινωνικοποιούμαι, γίνομαι κοινωνικός
- παύω να ντρέπομαι ή να φοβάμαι
- κάνω φίλους