Καρυόφυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καρυόφυλλος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρυόφυλλος αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Δια να τους σαρκάση τάχα έγραψεν ο Ιωάννης Ματθαίος Καρυόφυλλος, Γραικός παπεύσας, τους εξής σχολαστικωτάτους στίχους […] (από τα Χιακά, ήτοι Ιστορία της νήσου Χίου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της έτει 1822 γενομένης καταστροφής αυτής παρά των Τούρκων του Αλέξανδρου Μ. Βλαστού, τόμ. Α΄ (Ερμούπολη: Εκ της Τυπογραφίας Γεωργίου Πολυμέρη, 1840), σ. 90).
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- δίανθος ο καρυόφυλλος (κοινώς γαριφαλιά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καρυόφυλλος
|