Καταριανών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καταριανών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Καταριανών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Καταριανός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Καταριανή