Καταριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καταριανός αρσενικό (θηλυκό Καταριανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Κατάρ ή έχει καταριανή υπηκοότητα