Κερκέζου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κερκέζου < γενική ενικού του αρσενικού Κερκέζος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κερκέζου θηλυκό (αρσενικό Κερκέζος)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]