Κοτσιφολιάτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοτσιφολιάτικο < Κοτσιφ(άλι) + -ο- + Λιάτικο με (απλολογία) του ⟨λο - λι⟩ *Κοτσιφαλολιάτικο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κοτσιφολιάτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) σπάνια ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Κρήτη και παράγει κόκκινο κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κοτσιφολιάτικο
|