Κοτσιφολιάτικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοτσιφολιάτικο < Κοτσιφ(άλι) + -ο- + Λιάτικο με (απλολογία) του ⟨λο - λι*Κοτσιφαλολιάτικο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοτσιφολιάτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]