Κουβαρά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κουβαρά < γενική ενικού του αρσενικού Κουβαράς
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κουβαρά θηλυκό (αρσενικό Κουβαράς)
Κουβαρά θηλυκό (αρσενικό Κουβαράς)