Λωτ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λωτ < βιβλικό όνομα → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λωτ αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Λωτ
|
Λωτ αρσενικό
|