Μαρτιρόσοφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαρτιρόσοφ < ρωσική Мартиросов (Martirósov) < αρμενική Μαρτιροσιάν (Martirosyan). Μορφολογικά αναλύεται σε Μαρτιρός + -οφ.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαρτιρόσοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Μαρτιρόσοβα)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

ως ελληνικό επώνυμο: