Μονή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μονή < μονή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μονή θηλυκό
- τίτλος ονομασίας μονής, μοναστηριού
- ↪ η Μονή Πετράκη
- χωριά της Ελλάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μονή
|