Νάξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νάξος | ||
γενική | της | Νάξου | ||
αιτιατική | τη | Νάξο | ||
κλητική | Νάξε (Νάξο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νάξος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Νάξος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Νάξος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νησί των Κυκλάδων του Αιγαίου Πελάγους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Νάξος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Νάξος | ||
γενική | τῆς | Νάξου | ||
δοτική | τῇ | Νάξῳ | ||
αιτιατική | τὴν | Νάξον | ||
κλητική ὦ! | Νάξε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νάξος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Νάξος θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Νάξος | οἱ | Νάξοι |
γενική | τοῦ | Νάξου | τῶν | Νάξων |
δοτική | τῷ | Νάξῳ | τοῖς | Νάξοις |
αιτιατική | τὸν | Νάξον | τοὺς | Νάξους |
κλητική ὦ! | Νάξε | Νάξοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νάξω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Νάξοιν | ||
Η κλίση για το ανδρικό όνομα. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Νάξος αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Νάξος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Νάξος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)