Μπούτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μπούτος < τουρκική but (μπούτι, μηρός) + -ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μπούτος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπούτος σελ.86 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.