Μύριαμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μύριαμ < αρχαία εβραϊκή מרים (Miryām) , συγγενική με την αραμαϊκή מרים (Maryām)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μύριαμ θηλυκό