Νάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Νάσια < χαϊδευτικό του Αθανασία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈna.sça/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Νάσια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]