Ναυπλιεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ναυπλιεύς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ναυπλιεύς αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. κάτοικος του Ναυπλίου ή καταγόμενος από εκεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]