ΟΔΔΥ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΟΔΔΥ < Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ο.Δ.Δ.Υ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο (προφέρεται οδδύ)