Ουαλών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ουαλών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Ουαλών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Ουαλός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Ουαλή