Ουαλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Ουαλή | Ουαλές |
γενική | Ουαλής | Ουαλών |
αιτιατική | Ουαλή | Ουαλές |
κλητική | Ουαλή | Ουαλές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ουαλή < Ουαλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ουαλή, θηλυκό
- (εθνικό όνομα) αυτή που κατάγεται από την Ουαλία