Ούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Ούτο < μεταγραφή για την αγγλική Uto, μεταγραφή για την ιαπωνική 宇土市 (Uto-shi)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Ούτο ουδέτερο, άκλιτο
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Ούτο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Ούτο αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι - τοπωνύμια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - τοπωνύμια από τα ιαπωνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ιαπωνίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιαπωνίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)