ΠΣΕΑ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]Π.Σ.Ε.Α. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- συντονιστικό όργανο το οποίο συνεδριάζει σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης