Πανούτσου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πανούτσου < γενική ενικού του αρσενικού Πανούτσος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πανούτσου θηλυκό (αρσενικό Πανούτσος)
Πανούτσου θηλυκό (αρσενικό Πανούτσος)