Σέβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σέβη <
  1. < υποκοριστικό του ονόματος Ευσεβία ή Ευσεβεία
  2. < υποκοριστικό του ονόματος Σεβαστή
  3. < υποκοριστικό του ονόματος Σεβαστιανή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈse.vi/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σέβη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]