Σουμελά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σουμελά < ποντιακά σου (στου) + Μελά (το όρος Μελάς): η Παναγία (Παναΐα) Σουμελά, μοναστήρι στην Τραπεζούντα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σουμελά θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σουμελά
|