Συζήτηση:επιθεωρητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νεολογισμός[επεξεργασία]

☏ Sarri.greek Δεν πρόκειται για νεολογισμό. Η λέξη συναντάται από τον 19ο αιώνα (π.χ.)--Τεχνίτης (ο Βικιλεξολόγος) 09:55, 4 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC)[απάντηση]

Ow! ☏ Texniths, παράλειψη του Δημητράκου τότε, γιατί το κοίταξα. ε... δεν ξέρω την ετυμολογία μήπως είναι από επιθεωρητής Μάλλον όμως από επιθεωρώ. Βάλτε το αυτό Θα βάλω {καθαρ} < κλπ ‑‑Sarri.greek  | 10:00, 4 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC)[απάντηση]
☏ Sarri.greek Στα παλαιότερα κείμενα όντως αναφέρεται στις επιτροπές των επιθεωρητών (βλ. και επιθεωρητισμός). Σε σύγχρονες αναφορές όμως έχει ευρύτερα την έννοια της επιθεώρησης και όχι του προσώπου αποκλειστικά (όπως το παράθεμα από την ΕΕ)--Τεχνίτης (ο Βικιλεξολόγος) 10:03, 4 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC)[απάντηση]
μμμ ☏ Texniths γι' αυτό ακριβώς χρειάζονται 3 -για νέες χρήσεις- αναφορές σε διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Διότι ένας συγγραφέας, δικαιούται, και μια αρχαία λέξη να τχρησιμοποιήσει, και μια λεξιπλασία που εξυπηρετεί το κείμενο να κάνει, ή για τη μετάφραση που είναι υποχρεωμένος να παραγάγει (εκεί γίνονται πολλές). Τότε είναι ας πούμε, ένα στιγμιαίο 'πέρασμα' της λέξης μέσα στα κείμενα. Μπορούμε να κάνουμε μια σημείωση στα συγγενικά, του τύπου: βρέθηκε κι αυτό κάπου (δδηλαδή, δεν ξαναβρέθηκε) αν το θεωρείτε σηματνικό. Οι επόμενοι από μας συντάκτες ίσως το ξαναβρούν. ‑‑Sarri.greek  | 10:09, 4 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC)[απάντηση]
Λοιπόν. multilingual eur-lex Η λέξη υπάρχει στο 2.2. en = inspection authority. Ο μεταφραστής το απέδωσε ως επιθεωρητική αρχή. Αλλά πρέπει να δούμε και το γαλλικό.. ‑‑Sarri.greek  | 10:21, 4 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC) Autorité d'inspection[απάντηση]