Τσαμκόσογλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσαμκόσογλου < τουρκική çamgöz (γαλέος) + -ογλου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσαμκόσογλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Τσαμκόσογλου σελ.148 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.