Φλώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Φλώρα ήδη στον Πλούταρχο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Φλῶρα < λατινική Flora (θεά των λουλουδιών και της άνοιξης) < λατινική flos (άνθος)[1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φλώρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Φλώρα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.