Χούφτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χούφτα < γενική ενικού του αρσενικού Χούφτας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χούφτα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης : χούφτα |
Χούφτα θηλυκό άκλιτο